προσεπιτριβω

προσεπιτριβω
    προσεπιτρίβω
    προσ-επιτρίβω
    (ῑ) угнетать, подавлять
    

(κακοῦν καὴ π. τινά Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσεπιτριβω" в других словарях:

  • προσεπιτρίβω — ΜΑ [ἐπιτρίβω] επιβάλλω πρόσθετες ταλαιπωρίες …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»